- συνδετικόν
- συνδετικόςbinding togethermasc acc sgσυνδετικόςbinding togetherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγοροπωλησία — η η αγοραπωλησία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ο αντί τού α στη συλλαβή ρο , γιατί, κατά τον Γ. Χατζιδάκι, το ο θεωρείται ως «το κατ εξοχήν συνδετικόν φωνήεν» στη σύνθεση] … Dictionary of Greek
ՇԱՂԿԱՊԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0462 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ συνδετικόν connexum, conjunctio. Կապակցութիւն զօդումն. *Խառն ʼի սպիտակէ եւ ʼի սեւոյ՝ անցողականիւ զօրութեամբ զծայրիցն շաղկապականութիւնն (յայտ առնէ). Դիոն. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)